σμαλτώνω

σμαλτώνω
Ν [σμάλτο]
επιχρίω ή διαποικίλλω μια επιφάνεια με σμάλτο, εφυαλώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σμαλτώνω — σμάλτωσα, επικαλύπτω κάτι με σμάλτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμαγιέ — (ακλ.) 1. (για μεταλλικά ή πήλινα σκεύη και άλλα αντικείμενα) εκείνος τού οποίου η επιφάνεια έχει επικαλυφθεί κατά την κατασκευή με εφυάλωμα (από σκόνη γυαλιού και διάφορα οξείδια) ή σμάλτο για προφύλαξη από διαβρώσεις και για ωραιότερη εμφάνιση… …   Dictionary of Greek

  • εφυαλώνω — επιχρίω μετάλλινα ή πήλινα σκεύη με υαλώδες επίχρισμα, σμαλτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑαλώνω (< ὕαλος) διάφορο τού εμ φιαλ ώνω (< φιάλη)] …   Dictionary of Greek

  • σμάλτωμα — το, Ν [σμαλτώνω] επίχριση με σμάλτο, σμάλτωση, εφυάλωση …   Dictionary of Greek

  • σμάλτωση — η, Ν [σμαλτώνω] Ν 1. επίχριση μιας επιφάνειας με σμάλτο, εφυάλωση 2. επικάλυψη κεραμεικού ή μεταλλικού αντικειμένου με σμάλτο 3. φρ. «σμάλτωση ηλεκτρικού αγωγού» μόνωση ηλεκτρικού αγωγού, που επιτυγχάνεται με εναπόθεση λεπτού στρώματος σμάλτου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”